- ἀπαρῳδήτως
- ἀπᾰρῳδήτως, Adv.A without alteration, Eust.1090.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απαρωδήτως — ἀπαρῳδήτως επίρρ. (Μ) [παρῳδώ] χωρίς τροποποίηση, αμετάβλητα, αναλλοίωτα … Dictionary of Greek
ἀπαρῳδήτως — without alteration indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)